- οἰωνῷ
- οἰωνόςa large birdmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οἰωνῷ — Οἰωνός a large bird masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάρσυνος — θάρσυνος, ον (Α) 1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.] … Dictionary of Greek